Η κορυφή που έχει να κατακτήσει ένας designer
Από την επόχη ακόμα που αν ιστοσελίδα σου δεν είχε λίγο Flash ήσουν passé μέχρι και σήμερα υπάρχει το web design που είναι φτιαγμένο για να εντυπωσιάσει και να μπει σε galleries και το web design που απλώς δουλεύει. Ο διαχωρισμός είναι αυθαίρετος και ορίζεται από τον καθένα διαφορετικά, αλλά στα δικά μου μάτια είναι πολύ προφανής.
Τι εννοώ:
- το design π.χ. του Panera είναι πολύ εντυπωσιακό. Animation, αναπάντεχα εφέ, έντονα χρώματα κ.λπ. Αυτό είναι ένα design που δεν μπορείς να το αγνοήσεις, έρχεται και σε χτυπάει στο κεφάλι.
- Από την άλλη μεριά το Basecamp έχει ένα design που δε θα σου τραβήξει την προσοχή ποτέ, αυθόρμητα θα το πεις “απλό”, αλλά πάντα θα υποπτεύεσαι, έστω κι αν δεν μπορείς να το αποδείξεις εύκολα, ότι έχει γίνει δουλειά υψηλότατου επιπέδου, η οποία δουλειά μόνο απλή δεν είναι.
Η αλήθεια είναι ότι έχω ζηλέψει πολλές φορές designs σαν το Panera και πολλές φορές έχω αναρωτηθεί γιατί δεν έχω προσπαθήσει να το περάσω στις δικές μου δουλειές. Συνειδητοποίησα λοιπόν κάποια στιγμή ότι αυτή η προσέγγιση, η πιο εντυπωσιακή, από ένα σημείο και μετά με ενοχλεί. Προσπαθώντας να εξηγήσω γιατί με ενοχλεί, και σε συνδυασμό με το διάβασμα που έκανα σε θέματα εκλαϊκευμένης νευροεπιστήμης, κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι ο λόγος είναι υπαρκτός, έχει όνομα και λέγεται Cognitive Overheard:
How many logical connections or jumps your brain has to make in order to understand or contextualize the thing you are looking at.
Με άλλα λόγια δηλαδή, τα πιο εντυπωσιακά designs απαιτούν από τον εγκέφαλό μας να δουλέψει, να κουραστεί μέχρι να αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει κι αυτό δεν είναι καλό. Σε μια καθημερινότητα που τα ερεθίσματα στο Διαδίκτυο έρχονται χαοτικά και με ρυθμό που ούτως ή άλλως είναι καταιγιστικός, το να “κουράσεις” κι άλλο τον εγκέφαλο του επισκέπτη δεν οφελεί εντέλει την ιστοσελίδα. Πιστεύω ότι όταν ξεπεραστεί ο αρχικός ενθουσιασμός και η έκπληξη από αυτό που βλέπεις, τότε πολύ απότομα ο εγκέφαλος πέφτει σε μια κατάσταση αδράνειας κι αποφεύγει την οποιαδήποτε “εμπλοκή” με το site, το engagement χάνεται. Από το σημείο αυτό και μετά παύεις να ενδιαφέρεσαι για το τι λέει το site, δε θες να ανακαλύψεις περισσότερα κι απλώς το κλείνεις.
Κάπου εδώ τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται ακόμα πιο πολύπλοκα, αφού, ως designer πάντα θέλεις η δουλειά σου να έχει τη δική σου “υπογραφή”. Στο παράδειγμα του Basecamp που ανέφερα πιο πάνω, αυθόρμητα σκέπτεσαι ότι το design δεν έχει καμία προσωπική σφραγίδα, δε λες ότι πρόκειται για δημιουργία κάποιου συγκεκριμένου designer. Αν και στο Basecamp νομίζω ότι αυτό έγινε από πρόθεση —ήθελαν δηλαδή οι 37 Signals να βγάλουν μια “ουδέτερη” ταυτότητα— ο καλός designer μπορεί και βγάζει το χαρακτήρα του πάνω στην όποια δουλειά.
Παραδείγματα:
- Ο Dieter Ramms έχει σχεδιάσει μια σειρά από προϊόντα που είναι υποδειγματικά σε επίπεδο design κι αισθητικά έχουν την υπογραφή του.
- Στο web οι Teehan+Lax, οι Cuban Council το κατεφέρνουν με τρόπο εντυπωσιακό και σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν τελικά κάνετε την ίδια δουλειά.
- Σε επίπεδο freelancers ο Jesse Bernett-Chamberlain νομίζω είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα κι έχει δοκιμαστεί σε projects εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους (πράγμα που το κάνει ακόμα πιο δύσκολο).
Αυτή λοιπόν η καταπληκτική ισορροπία ανάμεσα στην προσωπική αισθητική και στη λειτουργικότητα είναι η κορυφή που καλείται να φτάσει ο όποιος designer. Προφανώς και δεν είναι απλό:
- Χρειάζεται να έχεις πολύ χρόνο για κάθε project ώστε να το δουλέψεις σωστά σε κάθε του λεπτομέρεια, πράγμα το οποίο απαιτεί και το ανάλογο budget κι αυτό ως γνωστόν είναι σπάνιο.
- Χρειάζεται ακόμα να έχεις συνηδειτοποιήσει ακριβώς το επίπεδο της δουλειάς σου και να γνωρίζεις που θες να πας, τι να εξελίξεις, τι να πετάξεις, τι να προσθέσεις.
- Και βέβαια, χρειάζεται να είσαι πολύ καλός designer και art director μαζί. (Ποια είναι η διαφορά τους; Με δυο λόγια ο designer μπορεί να εφαρμόσει τις σωστές αρχές π.χ. τυπογραφία, χρωματική ισορροπία, αντίθεση, ρυθμός κλπ, ενώ ο art director δίνει ταύτοτητα, ύφος βγάζοντας την κατάλληλη αισθητική ανά project.)
Νομίζω ότι πρόκειται για ένα πολύ μοναχικό και δύσβατο δρόμο, αλλά δεν υπάρχει κι άλλος. Το κακό της υπόθεσης είναι ότι έχεις άπειρες αφορμές να χάσεις το στόχο με το να αναλώνεσαι σε άλλα πράγματα. Το καλό είναι ότι έχεις μια ολόκληρη ζωή να το παλέψεις και να καταφέρεις κάτι στο τέλος. Κι όπως είναι παγκοσμίως γνωστό ο χρόνος είναι κάτι σχετικό. Ειδικά αν τον ξεχάσεις για λίγο.